- εκτιθηνώ
- ἐκτιθηνῶ (-έω) (Α)εκτρέφω, ανατρέφω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκτιτθεύω — ἐκτιτθεύω (Α) ανατρέφω με θηλασμό, βλ. εκτιθηνώ … Dictionary of Greek
συνεκτιθηνούμαι — έομαι, Α (αποθ.) 1. ανατρέφω συγχρόνως 2. επιμελούμαι, περιθάλπω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτιθηνῶ «εκτρέφω, ανατρέφω»] … Dictionary of Greek